9.7.10

Επανάληψη #1 : Διακοπάνθρωποι των ταρατσών

Ϊσως είναι ένα απο τα πιο αγαπημένα μου "παιδιά". Δε ξέρω γιατί αλλά κάθε καλοκαίρι το θυμάμαι..



Χτύπησαν για τρίτη φορά εκείνο το βράδυ όλα τα θυροτηλέφωνα. Μετά απο κάμποσα “ποιός?” είπε εκείνος ένα “αουτμνουπφ” και η πόρτα άνοιξε.
Καμία πόρτα δεν τους αντιστάθηκε ποτέ.
Μια ιδιότητα που όλοι οι “κλειδωμένοι απέξω από τα σπίτια τους” θα την ζήλευαν.

Ασανσερ.
Όροφος.. όροφος.. Τελευταίος φυσικά.
Βγήκαν απο το ανσανσέρ και ανέβηκαν σχεδόν πετώντας τα σκαλιά. Άνοιξαν την πόρτα του κλιμακοστασίου..
Οι κόρες τους ήταν διεσταλμένες, το μυαλό τους ήταν ήδη “αλλού”.
Επιτέλους, Ταράτσα!

___________________________________

Με το που μύριζε καλοκαίρι, αυτή ήταν η συνήθειά τους. Κάθε απόγευμα, γύρω στις επτά, χτυπούσαν τα θυροτηλέφωνα των πολυκατοικιών. Έμπαιναν στο ασανσέρ και έφταναν στις ταράτσες. Ταράτσες, το στέκι τους. Καθόταν εκεί σχεδόν όλο το βράδυ. Μερικές φορές μάλιστα, ειδικά εκείνα τα αποπνικτικά αυγουστιάτικα βράδια, τους έπαιρνε εκεί ο ύπνος. Άλλες φορές δεν έμεναν μόνο σε μία ταράτσα. Έξι ταράτσες σε μια μέρα ήταν το ρεκόρ τους.

Πόσο ηλίθιοι είναι οι άνθρωποι” έλεγε εκείνη.
Έχουν τον παράδεισο τόσο κοντά τους και δεν το γνωρίζουν καν. Τον γεμίζουν με κεραίες, ντεπόζιτα, σαβούρα, σοβρακοφανέλες και σκουπίδια.
Ευτυχώς” Έλεγε με ενθουσιασμό εκείνος.
Άφησαν και ένα μέρος στην τύχη του. Αν όλοι γνώριζαν για αυτό που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, για την μαγεία της ταράτσας εμείς δεν θα είχαμε να πάμε πουθενά. Εμείς θα ήμασταν σαν όλους αυτούς. Ξέρεις, τους μίζερους!



___________________________________


Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι ήταν ιδανικό. Σαν μια φέτα από καρπούζι. Είχε αεράκι, είχαν ανέβει στην πιο ψηλή πολυκατοικία της γειτονιάς εκείνης και είχε αρκετά παράθυρα ορθάνοιχτα τριγύρω.
Εκείνο το απόγευμα ήταν ιδανικό.

Ξάπλωσαν στην άκρη της ταράτσας και αφέθηκαν.
Στην αρχή, γεύτηκαν το θρόισμα των φύλλων, άκουσαν τις μυρωδιές των νοικοκυριών, είδαν τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, μύρισαν την βιασύνη των περαστικών και ένιωσαν το τσιμεντένιο γκρι.
Ο οργασμός των αισθήσεών τους. Όπως κάθε φορά άλλωστε.

Στην συνέχεια άρχισαν να παρατηρούν.
Να παρατηρούν γύρω τους, να παρατηρούν τους απο κάτω τους.

Ένα τρίχρονο κοριτσάκι με τον μπαμπά του περπατούσαν χέρι χέρι. Η μικρή ρωτούσε. Η μια ερώτηση διαδέχοταν την άλλη.Ακατάπαυστα.Ήθελε να μάθει τα πάντα. Ήθελε να τα μάθει τώρα. Καμία απάντηση που της έδινε ο πατέρας της δεν της φαινόταν αρκετή.
Καλωσόρισες στην αληθινή ζωή” μουρμούρισε εκείνος και ήπιε μια γερή γουλιά από την μπύρα του.
Ένας παπάς περπατούσε στον δρόμο και τα ράσα του ανέμιζαν από τον αέρα. Έμοιαζε σαν νυχτερίδα με μούσια.
Για το όνομα του θεού των καθαρών πελμάτων και της απολέπισης!
Ποιος άλλος γενειοφόρος θα ήθελε να μοιάζει με νυχτερίδα? ή ποια νυχτερίδα θα ήθελε να έχει μούσια?
_____________________________________

Άρχισαν να παρατηρούν τις γύρω πολυκατοικίες και να προσπαθούν να διακρίνουν τις ανθρώπινες φιγούρες μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα.

Απέναντι, στον πρώτο όροφο μια νοικοκυρά κρατούσε στο ένα χέρι έναν τσελεμεντέ, και με το άλλο έκανε όπως φαίνεται, την πρώτη απόπειρά της να φτιάξει γεμιστά.
Δύο ορόφους πιο πάνω ένας νεαρός κρατούσε στοργικά τα βινύλιά του και χόρευε μόνος του μέσα στο δωμάτιό του.
Στο ρετιρέ, σε αυτόν τον κατά γενική ομολογία ευυπόληπτο όροφο, ένας τύπος πότιζε και μιλούσε στις όχι και τόσο νόμιμες γλάστρες του, ενώ στο διπλανό του διαμέρισμα, μια τύπισσα μάλλον θύμα της καθαριότητας και του λευκού του ντιξαν, έβγαινε κάθε τόσο στο μπαλκόνι της και άπλωνε κουβέρτες, κουρτίνες, σεντόνια, σουτιέν, παπούτσια και μαξιλάρια κατακόκκινα σε σχήμα καρδιάς.
Δυο πολυκατοικίες δεξιά, ένα ζευγαράκι έβλεπε ταινία και έτρωγε κινέζικο. Ενώ σε δύο ορόφους πιο κάτω, ένα άλλο ζευγάρι έβγαζε κραυγές πρωκτικού σεξ.
Στο διπλανό τους διαμέρισμα ένας γραφίστας σχεδίαζε με μανία με χρώματα και με ακατάστατες γραμμές, ενώ στο διαμέρισμα ακριβώς από πάνω του μια κοπέλα έγραφε με μανία στο λάπτοπ της και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Κίνηση, μια συνεχείς, μια αδιάκοπη κίνηση. Άλλοι με την κίνησή τους σταματούσαν τον χρόνο, άλλοι τον επιτάχυναν, άλλοι τον άφηναν απλά να περνάει, άλλοι με τις κινήσεις τους άφηναν αυτόν τον χρόνο και ζούσαν -ή ακόμα και ονειρεύονταν- κάποιον άλλον.
Κάποιος άκουγε μουσική στο τέρμα. Vitamin C των Can και κουνούσε το κεφάλι του στο ρυθμό του μπάσου. Κάποια διάβαζε με τεράστια προσύλωση ένα χοντρό βιβλίο. Κάποιος έπαιζε Donkey Kong στο Nintendo. Κάποια στέγνωνε τα μαλλιά της.Κάποια άλλη κοίταζε τον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της, αναζητώντας και προσδοκώντας την αυτοπεποίθηση(Κάποτε κάποιος, δε θυμάμαι ποιος, είχε πει πως αυτοπεποίθηση είναι αυτό που σου συμβαίνει μέχρι να συνειδητοποιήσεις την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.) Κάποιοι αγκαλιάζονταν με τις ώρες. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά στο μπαλκόνι. Κάποιοι τσακώνονταν. Κάποιοι άλλοι έλεγαν λόγια σιροπιαστά και κόκκινα, ακατάλληλα ακόμα και για τα ίδια τους τα αυτιά.

Και ύστερα ο άνθρωπος ανακάλυψε την τηλεόραση, τα μπαράκια, και τις τσόντες. Απορώ” Είπε εκείνη.

Ξάπλωσαν. Ένιωθαν τα σύννεφα να τους γαργαλούν την μύτη, τον αέρα να χαϊδεύει τα κορμιά τους, την βραδινή δροσιά να βρέχει τα χείλη τους, τα αστέρια να φωτίζουν τις σκέψεις τους.
_____________________________________

Κάθε φορά που ήταν σε κάποια ταράτσα, κρατούσαν μαζί τους και ένα κόκκινο σπρέι.
Κάθε φορά που έφευγαν από μία ταράτσα, άφηναν στην δυτική της γωνία και ένα μεγάλο κατακόκκινο ζωγραφιστό φεγγάρι.

Μπορεί οι ένοικοι των πολυκατοικιών να μην μάθαιναν ποτέ τι σήμαινε η ζωγραφιστή φέτα καρπουζιού που είχαν στην ταράτσα τους, αλλά οι διακοπάνθρωποι των ταρατσών δεν νοιαζόταν και πολύ γιαυτό.

Εκείνοι μόνο γνώριζαν πως σε εκείνη την ταράτσα είχαν ζήσει στιγμές που κανείς ένοικος σε καμία πολυκατοικία δεν μπορεί να ζήσει.

Εκείνοι μόνο γνώριζαν όλα εκείνα που μπορεί να σου προσφέρει μια ταράτσα.

Εκείνοι μόνο γνώριζαν πως έμοιαζαν οι πιο μαγευτικές -αλλά και οι πιο αληθινές- διακοπές που μπορεί να γευτεί κανείς.

Το κόκκινο φεγγάρι τους θα έμενε για πάντα εκεί να τους το θυμίζει.

Εξάλλου ποιος θα έμπαινε στον κόπο να σβήσει μια φέτα καρπουζιού σε φεγγαρένιο σχήμα από την ταράτσα του? –Εγώ σίγουρα όχι…




- Απο τα παλιά

No comments: